Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουσίσδω — (Α) (δωρ. τ.) βλ. μουσίζω … Dictionary of Greek
μουσίζω — μουσίζω, δωρ. τ. μουσίσδω (Α) [μούσα (Ι)] τραγουδώ ή παίζω όργανο … Dictionary of Greek